- πολυπόθητος
- -η, -ο / πολυπόθητος, -ον, ΝΜΑπάρα πολύ ποθητός, αυτός που έχει λείψει πολύ σε κάποιον και θέλει να τόν ξαναδεί ή να τόν ξαναβρεί (α. «η πολυπόθητη μέρα τής Λευτεριάς» β. «νὰ μὴν ἰδῶ τὴν μητέρα μου τὴν πολυπόθητήν μου», Διήγ. Αχιλλ.)αρχ.αυτός που προκαλεί έντονη επιθυμία.επίρρ...πολυποθήτως Μμε πολύ ισχυρό πόθο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ποθητός (< ποθῶ), πρβλ. περι-πόθητος].
Dictionary of Greek. 2013.